- μονθυλεύω
- μονθυλεύω (Α)βλ. ονθυλεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ονθυλεύω — ὀνθυλεύω και μονθυλεύω (Α) 1. παρασκευάζω έδεσμα χρησιμοποιώντας ως γέμιση κομμένο κρέας, κιμά 2. παραγεμίζω κάτι 3. νοθεύω κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. φαίνεται ότι έχει παραχθεί από αμάρτυρο προσηγορικό *ὀνθύλη ή *ὄνθυλος με επίθημα… … Dictionary of Greek